ενετός

ενετός
ἐνετός, -ή, -όν (AM) [ἐνίημι]
1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος
2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι
3. βαλτός, εγκάθετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐνετός — inserted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ενετός — ο ο κάτοικος τής Βενετίας, Βενετός, Βενετσιάνος …   Dictionary of Greek

  • Ενετός — ο θηλ. ή ο Βενετός, ο πολίτης της Ενετίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνετοῖς — ἐνετός inserted masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετοί — ἐνετός inserted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετούς — ἐνετός inserted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετῶν — ἐνετή pin fem gen pl ἐνετός inserted fem gen pl ἐνετός inserted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενετοκρατία — η η περίοδος τής κυριαρχίας τών Ενετών στην Ελλάδα και στο Βυζάντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ενετός + κρατία < κράτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κωνστ. Πώπ.] …   Dictionary of Greek

  • κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… …   Dictionary of Greek

  • τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”